Τα μάρμαρά σου

Τα μάρμαρά σου

Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα
Όταν χτίστηκε ο Παρθενώνας, κατά την περίοδο 447- 432 π.Χ., κατασκευάστηκαν τρεις ομάδες γλυπτών για τη διακόσμησή του: οι μετόπες, η ζωφόρος και τα αετώματα. Από αυτά, οι μετόπες και η ζωφόρος αποτελούσαν μέρος του οικοδομήματος του ναού. Δεν κατασκευάστηκαν πρώτα και έπειτα τοποθετήθηκαν ψηλά στον Παρθενώνα, αλλά σκαλίστηκαν στις πλευρές του αφού είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του.
Οι μετόπες ήταν ξεχωριστά γλυπτά υψηλής ανάγλυφης δημιουργίας. Υπήρχαν 92 μετόπες, 32 σε κάθε πλευρά και 14 σε κάθε άκρη. Κάθε μετόπη χωρίζονταν από τις γειτονικές της με μια απλή αρχιτεκτονική διακόσμηση που ονομάζεται τρίγλυφο.Οι μετόπες ήταν τοποθετημένες πάνω από την εξωτερική σειρά κιόνων γύρω από το ναό και παρουσίαζαν διάφορες ιστορικές μάχες. Η βόρεια πλευρά ιστορούσε σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο, η νότια μια μάχη μεταξύ των Ελλήνων και των Κενταύρων, η ανατολική πλευρά Γιγαντομαχία και η δυτική μια μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τις Αμαζόνες.

Η ζωφόρος, μήκους 160μ., ήταν τοποθετημένη επάνω από την εσωτερική σειρά κιόνων, επάνω δηλαδή από τον κυρίως ναό, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το θεατή να το δει καλά. Πρόκειται για μακρύ, συνεχομενο ανάγλυφο όπου απλώνεται η εικόνα της παναθηναϊκής πομπής προς το ναό.
Στις δύο πλευρές του ναού, στα μεγάλα τριγωνικά διαστήματα, τοποθετήθηκαν τα εναέτια γλυπτά. Ήταν σχεδιασμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα αγάλματα που βρισκόταν στο κεντρικό και υψηλότερο σημείο του τριγώνου, να είναι γιγαντιαία. Οι καταστροφές που υπέστησαν τα αετώματα ήταν τόσο μεγάλης έκτασης ώστε τα θέματα των παραστάσεων να μας είναι γνωστά μόνο από τις γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία, ο οποίος έζησε και έγραψε γύρω στο 150 μ.Χ.. Σύμφωνα με τα γραπτά του, στο ανατολικό αέτωμα ο Φειδίας ιστόρησε τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία και στο δυτικό παρουσίασε τη διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την προστασία της Αθήνας.

Ωστόσο, το αποκορύφωμα της μεγαλοπρέπειας του ναού βρισκόταν στο εσωτερικό του. Το άγαλμα της θεάς Αθηνάς είχε ύψος 40 πόδια (12 μέτρα) και ήταν κατασκευασμένο από χρυσό και ελεφαντόδοντο. Καταστράφηκε από φωτιά το 200 π.Χ. και φημολογείται ότι το αντικατέστησαν κατά το 165-160π.Χ.. Αντίθετα από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, το περίφημο άγαλμα δεν σώθηκε.
Δυστυχώς, σήμερα δεν σώζονται εξ'ολοκλήρου τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Αρχικώς, υπήρχαν 115 πλάκες στη ζωφόρο. Από αυτές, 94 σώζονται ακόμη, είτε ολόκληρες, είτε σε κομμάτια. 36 βρίσκονται στην Αθήνα, 56 στο Βρετανικό Μουσείο και μία στο Λούβρο. Από τις 92 μετόπες, 39 βρίσκονται στην Αθήνα και 15 στο Λονδίνο. 17 εναέτια αγάλματα, μία καρυάτιδα και μία κολώνα από το Ερεχθείο βρίσκονται επίσης στο Βρετανικό Μουσείο. Έτσι τα μάρμαρα του Παρθενώνα είναι σχεδόν ίσα μοιρασμένα - μισά στο Λονδίνο και μισά στην Αθήνα.
Ακριβώς επειδή τα γλυπτά που σώζονται βρίσκονται σε δύο χώρες, σε απόσταση 1500 μιλίων, η ελληνική κυβέρνηση έχει ζητήσει να επιστραφούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο ώστε να αποτελέσουν μία μοναδική συλλογή και να τοποθετηθούν στο μουσείο που πρόκειται να χτιστεί στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης.

Η κατασκευή του Παρθενώνα
Μετά τη νίκη τους κατά των Περσών στις Πλαταιές το 479 π.Χ. ο Αθηναίοι επέστρεψαν στην εγκατελειμμένη τους πόλη, όπου βρήκαν όλα τα κτίσματα της Ακρόπολης ερημωμένα. Ο Περικλής θέλησε να ξανακτίσει την πόλη και να την αναδείξει σε καλλιτεχνικό, πολιτιστικό αλλά και πολιτικό κέντρο της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων διακυβέρνησης της πόλης από τον Περικλή ανεγέρθησαν πολλά κτίσματα όπως ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια και άλλα.
Η γενική καλλιτεχνική επίβλεψη των κτισμάτων της Ακρόπολης ανατέθηκε στο Φειδία, ο οποίος διακρίθηκε για τη μοναδική μεγαλοπρέπεια που διέθεταν οι διακοσμήσεις που δημιούργησε.
Το 439 ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στη θεά Αθηνά και χρειάστηκαν 15 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι εξαιρετικά σύντομο εάν λαβουμε υπόψη μας τις αρχιτεκτονικές αρχές που χρησιμοποιήθηκαν, μερικές από τις οποίες μας είναι ακόμη άγνωστες.
Το 450 μ.Χ. ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, όμως το 1204, όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν την Αθήνα, έγινε καθολικός ναός. Έπειτα, το 1453, κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων πλέον, εξελίχθηκε σε τζαμί και τούρκικα σπίτια χτιστηκαν γύρω του.
Το 1674, ο Γάλλος πρεσβευτής Μαρκήσιος του Nointel επισκεύτηκε την Αθήνα συνοδευόμενος από τον Jacques Carrey, ο οποίος έκανε κάποια σχέδια του Παρθενώνα. Στα σχέδια του Carrey φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο Παρθενώνας παρέμενε ακόμα άθικτος. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1687, ο Βενετός στρατηγός Francesco Morosini πολιόρκησε την Ακρόπολη. Τη βομβάρδισε παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη. Από την έκρηξη που δημιουργήθηκε καταστράφηκε μεγάλο μέρος του Παρθενώνα.

Η απογύμνωση του Παρθενώνα
Ο Thomas Bruce, έβδομος κόμης του Elgin, ήταν πρεσβευτής της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη το 1799. Επιθυμία του ήταν να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία των Τεχνών φέρνοντας τους συμπατριώτες του πιο κοντά στις ελληνικές αρχαιότητες. Δημιούργησε λοιπόν ομάδα από ζωγράφους, αρχιτέκτονες και γλύπτες.
Τον επόμενο χρόνο, η τοπική τουρκική διοίκηση επέτρεψε στους καλλιτέχνες να κάνουν σχέδια αλλά τους απαγόρευσε να προχωρήσουν στην κατασκευή προπλασμάτων ή να στήσουν σκαλωσιές για να μπορέσουν να μελετήσουν από πιο κοντά τα γλυπτά.
Η λεηλασία του Παρθενώνα άρχισε αμέσως. Τα γλυπτά του ναού κατέβηκαν από τη θέση τους και μεταφέρθηκαν στη Βρετανία με πολεμικό πλοίο. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1801, φοβούμενος ότι ίσως οι Γάλλοι επιχειρούσαν να τον εμποδίσουν, ο Έλγιν διέταξε την άμεση αποστολή των γλυπτών με το πλοίο «Mentor», το οποίο είχε φέρει για το σκοπό αυτό.
Μέσα στο 1806, αποσπάστηκε μία από τις Καρυάτιδες, μία γωνία του Ερεχθείου, τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα, πολλές επιγραφές και εκατοντάδες αγγεία.
Προσθέθηκαν κι άλλοι σ'αυτό το παραλλήρημα λεηλασίας, το οποίο δεν περιορίστηκε στην Ακρόπολη αλλά εξαπλώθηκε στην Αθήνα και σε μεγάλα τμήματα της Ελλάδας, και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Το 1810 ο Έλγιν φόρτωσε τα τελευταία λάφυρά του στο πολεμικό πλοίο «Hydra».
Το 1817, δύο ακόμα πολεμικά πλοία, τα «Tagus» και «Satellite», έφυγαν για τη Βρετανία φορτωμένα με μαρμάρινες ταφόπλακες, χάλκινα αντικείμενα και εκατοντάδες αγγεία. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο ελληνικός πόλεμος για την απελευθέρωση έδωσε τέλος στη λεηλασία του Έλγιν.

Τα ελγίνεια μάρμαρα στο Λονδίνο
Τον Ιανουάριο του 1804 έφτασαν στο Λονδίνο τα πρώτο 65 κιβώτια. Εκεί παρέμειναν για δύο χρόνια καθώς ο Έλγιν ήταν φυλακισμένος στη Γαλλία.
Η κακή μεταχείριση την οποία υπέστησαν τα μάρμαρα ήταν αναπόφευκτη. Τοποθετήθηκαν στην υγρή και βρώμικη αποθήκη καθώς και έξω στο οικόπεδο της οικίας του Έλγιν, όπου και παρέμειναν για τρία χρόνια, παραδομένα στη διάβρωση που προκαλεί το υγρό κλίμα του Λονδίνου, ενώ εκείνος προσπαθούσε να βρει αγοραστή.
Ο Έλγιν επιχείρησε να πουλήσει τα μάρμαρα στη βρετανική κυβέρνηση αλλά το ποσό που ζήτησε ήταν πολύ υψηλό με αποτέλεσμα να του αρνηθούν. Με το πέρασμα των χρόνων, τα μάρμαρα επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων στη Βρετανία. Εκκλησίες, κτίρια και σπίτια χτίζονταν σε κλασικό αρχαιοελληνικό ρυθμό.
Σε επιστολή του το 1815, ο Έλγιν παραδέχεται ότι τα μάρμαρα βρίσκονταν ακόμη στην καρβουναποθήκη του σπιτιού του στο Burlington, εκτεθειμένα στην καταστροφική υγρασία.
Τελικά, το 1816, τα μάρμαρα πουλήθηκαν στη βρετανική κυβέρνηση και μεταφέρθηκαν αμέσως στο Βρετανικό Μουσείο, όπου δημιουργήθηκε ειδικός εκθεσιακός χώρος με δαπάνη του Sir Jozeph Duveen.
Το Δεκέμβριο του 1940, η βουλευτής των Εργατικών κ. Keir ρώτησε τον πρωθυπουργό κ. Winston Churchill εάν τα μάρμαρα θα επιστρέφονταν στην Ελλάδα ως μερική αναγνώριση της αντίστασης που επέδειξε η χώρα αυτή ενάντια στους Γερμανούς και της θυσίας του λαού της. Η απάντηση ήταν αρνητική. Η ερώτηση της κ. Keir συμπίπτει χρονικά με μεγάλο αρθμό επιστολών υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων στην Ελλάδα, τις οποίες δημοσιεύουν οι Times.
Το 1941, ο αρχηγός της Εργατικής παράταξης κ.Clement Attlee, μέλος της κυβέρνησης συνασπισμού που βρισκόταν στην ηγεσία την περίοδο του πολέμου, απάντησε στην κ. Keir ότι δεν υπήρχε πρόθεση να ληφθούν μέτρα για την επιστροφή των μαρμάρων.