Ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου. Έχει 31 ημέρες κι είναι ο πιο κατάλληλος για την καλλιέργεια και τη σπορά των χωραφιών. Ο ελληνικός λαός δίνει και τα ονόματα: Αϊ-Δημήτρης ή Αϊ-Δημητριάτης, Βροχάρης, Σποριάτης ή Σποριάς ή Σπαρτός, Μπρουμάρης (=ομιχλώδης, σκοτεινός) και Παχνιστής (από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς).
Τον θεωρεί έναν από τους μήνες κατά τους οποίους πρέπει κανείς να πίνει το κρασί ανέρωτο, γιατί τον συμπεριλαμβάνει στην παροιμία: «Όποιος μήνας έχει ΡΟ, δε θέλει στο κρασί νερό». Κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο 8ος μήνας, γι` αυτό κι ονομάστηκε Οκτόμπερ. Ήταν αφιερωμένος στον Άρη και τον παρίσταναν με μορφή κυνηγού, που έχει λαγό στα πόδια του, πουλιά πάνω απ` το κεφάλι του και ένα είδος κάδου κοντά του. Ο μήνας «των χειμαδιών» και ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Όργωμα & σπορά σιτηρών, κριθαριού & βρώμης.
Σπορά τριφυλλιού.
Ολοκλήρωση τρύγου και παραγωγή κρασιού.
Μάζεμα φθινοπωρινών φρούτων & πατάτας.
Κάψιμο φυτών, που έδωσαν καρπούς, για να καταστρέψουν τα αυγά των εντόμων.
Κατεβαίνουν οι βοσκοί από τα βουνά στους χαμηλούς κάμπους (τα χειμαδιά).
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
«Η ΤΖΑΜΑΛΑ» ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα, μια προσωποποίηση θηλυκής οντότητας με αόριστη γονιμοποιητική σημασία. Το έθιμο αυτό, γονιμοποιητικό δρώμενο της άροσης και σποράς των αγρών, συνηθιζόταν παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγ. Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.
Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ’ αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σα να περπατούσε η τζαμάλα. Πάνω της κάθιζαν ένα ψεύτικο παιδί, που το βαστούσε ο τζαμάλης, με καμπούρα και κουδούνια στη μέση του. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια… Όσοι πήγαιναν με τη τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=σοδειά) και πολύχρονη…». Για το έθιμο αυτό, πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση. Τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια.
Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπες τους πρωταγωνιστές και στο κενό να σαχλαμαρίζουν. Παιζόταν όπως η αρχαία τραγωδία, Θέση και κίνηση παρόμοια με τους πρωταγωνιστές κρατούσε όλο το χωριό, που συνοδεύει την Τζαμάλα. Παιζόταν με τέτοιο τρόπο, που όλη η φιλοσοφία της Τζαμάλας αντικαθρεφτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το σενάριο δεν είχε στοιχεία φαντασίας. Ας εξετάσουμε το σενάριο και το ξεκίνημα της Τζαμάλας. Αρχές Οκτωβρίου, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου όλο και ψιθυριζόταν: "Πότι θα βρέξει;" Με την πρώτη βροχή να σπείρουν. Και οι σπόροι για την εποχή ήταν, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Όλοι οι σπόροι αυτοί προσφέρονταν να κρατηθούν αποκλειστικά άνθρωποι και ζώα στη ζωή. Και τα ζώα δίνανε στον άνθρωπο για την εποχή όλα τα αγαθά, όπως γάλα, τυρί, το μαλλί τους για ρουχισμό, το δέρμα τους για τσαρούχια, αφού για παπούτσια λόγος δεν γίνεται, και τη δύναμη τους, φυσικά, να οργώνουν τη γης, αφού η μηχανή ήταν ανύπαρκτη.
Να, λοιπόν, πόσο ανάγκη είχαν τη βροχή! Την ημέρα κοίταζαν στον ουρανό. Αυτό το διάστημα, το βράδυ βλέπανε όνειρα για βροχή. Ο σχολιασμός συνεχής: "Πότι θα βρέξει;" Όταν άρχιζε να βρέχει, η χαρά ήταν απερίγραπτη. Μικροί και μεγάλοι χόρευαν μες τη βροχή. Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνανε στις στέγες, φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθεί ο θεός και σταματήσει η βροχή. Με το μπάσιμο στις στέγες, ερμηνευόταν και αλλιώς: "Φτάνει τόση βροχή: ΣΤΟΠ".
Την επόμενη ημέρα από τη βροχή δε γινόταν σπορά, αφού το χώμα είναι βαρύ. Φτιάχνανε μικρά αλέτρια στα παιδιά τους, παιχνίδια, όπως τα μεγάλα, με ζυγό και βουκένια. Στη θέση για βόδια ζευόταν δύο παιδιά και το τρίτο παιδί κρατούσε το αλέτρι. Χάραζε πρώτα τετράγωνα το χωράφι, έριχνε σπόρο, κάνοντας το σταυρό του, λέγοντας: "Έλα, χριστέ και Παναγιά". Και άρχιζε να οργώνει, σκεπάζοντας το σπόρο. Ονοματίζει και τα βόδια του, δίνοντας τα ονόματα των βοδιών τους. Όλα αυτά γινόταν στην αυλή του σπιτιού με τα χαμόγελα των γονιών τους.
Όταν τα χωράφια φέρνανε τάβι και άρχιζε ο κόσμος να σπέρνει, η οικογένεια, κάθε πρωί που ξημέρωνε, βλέπανε πρώτα τα χωράφια των παιδιών τους. Πράγματι, μέσα στις οκτώ ημέρες φύτρωνε το ευλογημένο. Εδώ η χαρά δεν περιγράφεται. Το άροτρο έως το 1920 παραμένει το πρωτόγονο σίδηρο. Έχει μόνο στη μύτη το υνί, το λεγόμενο, να σκίζει τη γης.
Οι πάντες σπέρνουν. Υπάρχουν φτωχοί και το περισσότερο χωριό δεν έχουν ζευγάρια. Η αιτία, ο πόλεμος, τα σεφέρ (μπεηλίκι). Οι πάντες, αυτοί που γλίτωσαν από τον πόλεμο, αισθάνονται την υποχρέωση να διακόψουν τη δική τους σπορά, να βοηθήσουν και τα θύματα. Το φιλότιμο και η ανθρωπιά είναι αναλλοίωτα. Ο μοναδικός τους στόχος είναι το πως θα κρατηθεί η κοινωνία τους στη ζωή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μαζί με τη σπορά, παρακολουθώντας να βγάζουν όλοι σπόρο στο χωράφι.
Έτσι ερμήνευαν τη σπορά.
Αμέσως στο ίδιο καθήκον επαγόταν η ΤΖΑΜΑΛΑ.
Τη θεωρούσαν προσευχή. Αμέσως σχηματιζόταν επιτροπή. Με σοβαρότητα συνεδρίαζε, εξέταζε ένα-ένα τα σπίτια του χωριού. Εάν έβγαζε σπόρο, αυτό ερμηνευόταν. Έστω και ένα στρέμμα να έσπερνε το κάθε σπίτι, η Τζαμάλα έπρεπε να παίξει. Τότε η επιτροπή, το δεύτερο μέτρο, προσδιορίζει την ημέρα που θα παίξει. Τρίτο, ποιοι θα αποτελούν το θίασο. Εδώ πρόσεχαν πολύ, κάνοντας συζήτηση με όλους. Αυτοί που θα προταθούν, να έχουν την έγκριση από όλο το χωριό. Τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν το θίασο, οι πρωταγωνιστές, να είναι δοκιμασμένα άτομα. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για την επιτυχία της Τζαμάλας. Παιζόταν ένα σοβαρό δράμα..
Αφού γινόταν η επιλογή των ατόμων και η ημερομηνία, ο τόπος της συγκέντρωσης οριζόταν πάντα στην άκρη του χωριού και έξω από το χωριό. Διαφορετικά δε γινόταν, αφού εσώκλειστος χώρος δεν υπήρχε για την εποχή. Και εάν τον είχε, ήταν δύσκολο να χωρέσει ένα χωριό μικρούς και μεγάλους, συν αυτά στη μέση. Χρειαζόταν μεγάλη αλάνα για να γίνει η πρόβα. Και γι' αυτό, επέλεγαν υπαίθριος χώρος.
Η συγκέντρωση του κόσμου γινόταν την ώρα που σκοτείνιαζε. Οι απαιτούμενες ενδυμασίες, κουδούνια μεγάλα, όπλο κλπ, όπως ανέφερα παραπάνω, χρειαζόταν την έγκριση 100% των κατοίκων. Τυχόν παρεξήγηση δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση. Εάν γίνει και παιχτεί δεύτερος θίασος Τζαμάλα, αυτό είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν, πολύ παλιά και είχε γίνει φόνος, μεγάλο κακό. Θεωρούνταν γελοιοποίηση της λειτουργίας.
Το έθιμο της Τζαμάλας πρέπει να έρχεται σίγουρα από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φαίνεται από όλες τις θέσεις και αντιδράσεις, όταν ανακάλυψαν το σίδηρο και βάλανε το δόρυ στο τόξο, όπως και το υνί, τη μύτη στο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα να σκίζει το χώμα, σκεπάζοντας πολύ σπόρο. Και βλέποντας οι άνθρωποι την παραγωγή, με τη χαρά τους άρχιζαν να πανηγυρίζουν.
Ακόμα και τα ενδύματα που φοράνε, δέρματα, προβιές και γούνες από ζώα.
Ο θίασος αποτελούνταν και παιζόταν από τρία άτομα, ήταν οι πρωταγωνιστές.
Πρώτος, ένα νέος υψηλός, λεβέντης. Αυτός φορούσε τη γούνα στο κεφάλι, καπέλο με δέρμα, στα πόδια τσαρούχια, στη μέση κουδούνια κρεμασμένα, ο λεγόμενος Τζαμαλάρης.
Δεύτερο πρόσωπο, πάλι νέος, κοντότερος άνδρας. Ντύνεται, προσποιείται τη γυναίκα.
Ο εγωισμός του και η ζήλια δεν τον αφήνουν. Το επαναλαμβάνει με πιο άγριες διαθέσεις. Στις δύο - τρεις το ίδιο επαναλήψεις, αφού η Γκαντίνα του γυρίζει την πλάτη, τότε επεμβαίνει ο Τζαμαλάρης. Τον απωθεί, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Παρά λίγο να πέσει. Ο κόσμος φωνάζει "ο. ο ..Γκια Τζαμάλα, Γκια".
Τώρα ο γέρος γίνεται κάτι άλλο, ρεζίλι. Χάνει τον έλεγχό του, κατεβάζει το όπλο του από την πλάτη. Το ανοίγει, όμως δεν έχει σφαίρες να σκοτώσει τον Τζαμαλάρη. Οι νέοι χορεύουν αδιάκοπα. Ο γέρος καμπουριαστά πλησιάζει προς τους νοικοκυραίους, λέγοντάς τους με άγρια και δυνατή φωνή, προτάσσοντας τους το όπλο: "Βάλτε μέσα στο όπλο μου σφαίρα, βάλτε". Αυτοί απαντούν: "Δεν έχομι". Αυτός φωνάζει: "Βάλτε σφαίρα".
Στην επιμονή του γέρου βγάζει ο νοικοκύρης από την τσέπη του επιδειχτικά μια σφαίρα, τη βάζει μέσα στο όπλο. Όπως το κρατά ο γέρος και με αργά βήματα, κορδωμένος, σαν να έλεγε: "Τώρα εγώ θα σας δείξω", παίρνει θέση γονατιστός και σκοπεύει.
Η Γκαντίνα μπαίνει μπροστά στον Τζαμαλάρη, κάνει προστατευτικό τείχος να τον προφυλάξει από τη σφαίρα. Ο γέρος με διάφορες κινήσεις και ελιγμούς προσπαθεί να ξεγελάσει την Γκαντίνα. Και το πετυχαίνει, κερδίζοντας παιδιού βολές. Πατά τη σκανδάλη. Το όπλο δεν παίρνει φωτιά.
Ο γέρος εξοργίζεται. Κατάλαβε ότι ο νοικοκύρης του έβαλε άδεια σφαίρα μέσα στο όπλο του. Και στην επιμονή του, για δεύτερη φορά εντονότερα, του βάζει πάλι σφαίρα. Επαναλαμβάνονται ίδιες οι κινήσεις, όπως και στην πρώτη φορά.
Τώρα, με αυτόν τον πυροβολισμό ο νέος πέφτει κάτω νεκρός.
Η γκάιντα σταματά να παίζει. Φωνή δεν ακούγεται. Νεκρική σιγή. Η Γκαντίνα σπαράζει από κλάματα επάνω στο πτώμα του συντρόφου της. Ο Γέρος παίρνει βαθιά ανάσα και με αργά βήματα, κορδωμένος, προχωρεί. Αρπάζει την Γκαντίνα με ορμή, με δύναμη από το μπράτσο. Την έσυρε έως έξω από την αλάνα, σπρώχνοντας την με δύναμη στο περιθώριο.
Γυρίζει πίσω, φέρνει βόλτα, τριγυρίζει γύρω από το πτώμα του Τζαμαλάρη, βλέποντάς τον με επιφύλαξη εάν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Τον σκουντά με το πόδι, μήπως κουνηθεί. Και αφού πείθεται ότι είναι νεκρός, τότες τον αρπάζει από το πόδι και με το ένα χέρι τραβά το μαχαίρι το από το ζωνάρι.
Γυρίζει το κεφάλι του προς τους νοικοκυραίους και με ζωηρή φωνή ρωτά: "Θα του γδάρω το τομάρι του. Πώς το θέλετε, προβιά να γίνει ή τουλούμι να βάλετε τυρί;" Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του ανταλλάσσανε γνώμη πώς το θέλουν. Επικράτησε η γνώμη της γυναίκας και αποκρίνονται φωναχτά: "Προβιά το θέλουμε, να καθόμαστε". Και τον γδέρνει. Πάλι ο γέρος τους ξαναρωτά εάν έχουν σκυλιά ή όχι. Απάντηση ήταν: "Έχουμε". Και οπότε ο γέρος φωνάζει τα σκυλιά, λέγοντας: "ω. ω. ω καραμάν".
Δεν πρόλαβε, όμως, να τον σβαρνίσει από το πόδι. Πετιέται ο νέος, ανασταίνεται, αρπάζει το γέρο σαν σκουπίδι, τον απωθεί, κλωτσώντας τον έξω από την αλάνα. Άρχισαν ζητωκραυγές, η γκάϊντα να παίζει.
Παρουσιάζεται η Γκαντίνα, δίπλα στον Τζαμαλάρη και χορεύοντας, ξεκινούν για το επόμενο σπίτι. Τότε και ο νοικοκύρης, όπως σταματά χαρούμενος με τη γυναίκα του, περνούν από μπροστά οι παραλήπτες, που παίρvουv το δικαίωμα σέρνοντας το γαϊδούρι που κουβαλά το σιτάρι, λέγοντας: "Και το χρόνο με υγεία".
Είναι αλήθεια πόσο σωστή είναι η φιλοσοφία της Τζαμάλας. Εξετάζοντας τα πλάνα του θιάσου, πως είναι δυνατόν ο γέρος να σκοτώνει το νέο και αυτός να ανασταίνεται; Δείχνει καθαρά ότι το νέο, η πρόοδος, η εξέλιξη δεν πεθαίνει. Συνεχίζοντας η Τζαμάλα το γύρο στο χωριό, τύχαινε σε σπίτι που ο νοικοκύρης δεν έβγαζε σπόρο για διάφορους λόγους, η Τζαμάλα σε καμιά περίπτωση δεν έπαιζε. Υπήρχε σεβασμός, με την έννοια ότι δε θα 'ταν καλό στην παραγωγή. Παρόλα αυτά, η Τζαμάλα έφερνε ένα γύρο μες την αυλή. Με την είδηση: "δεν έσπειρε", οι πάντες αποχωρούσαν με σεβασμό.
Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο νοικοκύρης έβγαζε σπόρο και δε δεχόταν να παίξει η Τζαμάλα προσωπικά, σε καμία περίπτωση δεν τολμούσε να πει ότι: "Εγώ, φερειπείν, δε θέλω να παίξει η Τζαμάλα στο σπίτι μου".
Αντιδρούσε διαφορετικά. Δήθεν ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι. Σώνει και καλά ότι απουσίαζαν. Ήταν δύσκολα να αρνηθεί κανείς, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την οργή όλου του κόσμου.
Και δεύτερο, είχε να εισπράξει ταπεινωτικές ενέργειες, όπως πρώτον: ανατροπή του κάρου του επάνω στη σορό, στην κοπριά ή στη σορό τα πουρνάρια, που χρησίμευαν για καψόξυλα στο φούρνο. Και αυτό ήταν δύσκολο να το κατεβάσει, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο οι τέσσερις ρόδες προς τα πάνω, σατιρίζοντας δήθεν, έχουν κάνει αερόμυλο.
Αυτή η πράξη της ανατροπής του κάρου γινόταν μεγάλη πλάκα, γέλια. Όπως το κάρο είναι αναποδογυρισμένο στη σορό επάνω, άλλοι γύριζαν τις ρόδες φωνάζοντας: "Άντε χωριανοί, ο μύλος βγάζει ψιλό αλεύρι, ελάτι να αλέσιτι". Γέλια πολλά και την επόμενη ημέρα ακόμα γελούν σχολιάζοντας.
Με το τέλος της Τζαμάλας το σιτάρι το πουλάν. Τα λεφτά που παίρνουν την πρώτη Κυριακή ορίζουν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Χορός, τραγούδια, ευχές, καλή χρονιά, καλή σοδιά και το χρόνο με υγεία.
Την Τζαμάλα οι παλιοί την πήγαιναν και την έπαιζαν στην πατρίδα και σε διπλανά χωριά, ακόμα και στα τούρκικα. Ντύνονταν Τζαμάλα μέχρι και ηλικιωμένοι πενηντάρηδες. Άλλοι μάζευαν "το δίκιο", στάρι που τους έδιναν οι νοικοκυραίοι για το παίξιμο παν στο γαϊδούρι.
Κατά την τελετουργική περιφορά της, μάλιστα, τραγουδούσαν το ακόλουθο ελληνοτουρκικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί την ασθένειά της και την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:
Βερίριμ σαμανί, γεμές (της δίνω άχυρο, δεν τρώγει)
Μπεν τσεκέριμ, ο γκελμές (την τραβώ, δεν έρχεται)
Τζαμάλα, τζαμάλα, χούντισι (εμπρός)
Ντι -ντίλι, μάντιλι, ντι -ντίλι,
τση τζαμάλας το παιδί
έβγαλε κακό στο φτι (ή έκαμε κακό στο φτι)
και γυρεύ' να παντρευτεί!
Μπεν τσεκέριμ γετελέ (εγώ τραβάω στο κρεβάτι)
μπου γκιντίορ χεντεγιά (αυτή πηγαίνει στο χαντάκι)
Τζμάλα, τζαμάλα, χούντσισί (εμπρός)
Αφού έκαμναν το γύρο του χωριού έπαιρναν τα όργανα και διασκέδαζαν στο καφενείο ως το πρωί.
Σήμερα το έθιμο συνηθίζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, κυρίως τις Απόκριες.
ΓΙΟΡΤΕΣ:
12 ΟΚΤΩΒΡΗ (1944). Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (26/10). Η γιορτή αυτή θεωρείται ορόσημο του χειμώνα και συνδυάζεται με του Αγ.Γεωργίου στις 23 Απριλίου. Στο γεωργικό καλαντάρι οι 2 αυτές γιορτές αποτελούν τις χρονικές τομές που χωρίζουν το έτος σε 2 ίσα μέρη, στο χειμερινό και το θερινό εξάμηνο αντίστοιχα.
28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (1940). Η επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες».
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες».
«Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι».
«Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
«Αϊ Δημητράκη μου, Μικρό καλοκαιράκι μου».
«Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη, πούλησ' το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια».
«Αν δε βρέξει, ας ψιχαλίσει, πάντα κάτι θα δροσίσει».
«Αν δε βρέξει, πως θα ξαστερώσει;»
«Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι».
«Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις».
«Βαθιά τ' αυλάκια να φουντώσουνε τα στάχυα».
«Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι».
«Μακριά βροντή, κοντά βροχή».
«Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται».
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις».
«Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα 'χεις».
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις».
«Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός».
«Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι».
«Τ' άη - Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ΄μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό».
«Τ’ Αϊ Λουκά σπείρε τα κουκιά».
«Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα».