Τρύγος

Τρύγος

Όλοι οι χωρικοί περιμένανε με ανυπομονησία τον ερχομό ή το τέλος (ανάλογα: πεδινά ή ορεινά) του καλοκαιριού, που θα ωρίμαζαν τα σταφύλια.

                Οι μέρες του τρύγου ήταν ημέρες χαράς. Όπου να γύριζες το κεφάλι σου, τις ημέρες εκείνες θα έβλεπες παντού κόσμο να τρυγάει. Ακονισμένα τα κλαδευτήρια για να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Οι σωστοί τρυγητές, όταν έκοβαν το σταφύλι και πριν το ρίξουν στο κοφίνι, το έλεγχαν καλά και αφαιρούσαν τυχόν ξερές ρόγες. Οι συγγενικές οικογένειες συνεργάζονταν κι αλληλοβοηθούνταν, για να τελειώνουν μια ώρα γρηγορότερα. Μετά την ολοκλήρωση του τρύγου, μπαίναμε στο ληνό (πατητήρι), για να πατήσουμε τα σταφύλια. Το δάπεδο του ληνού ήταν λίγο κατηφορικό, για φεύγει ευκολότερα ο μούστος και να πέφτει από μια μεγάλη τρύπα στο πολέμι (ένα αβαθές πηγάδι, το πολύ 4 μέτρα, με ολοστρόγγυλο άνοιγμα και με καθολική επάλειψη από τσιμέντο. Στο κέντρο του πάτου του είχε ένα βαθούλωμα γύρω στα 20 εκατοστά. Εκεί μέσα έμπαινε εύκολα η μπότσα  και δεν άφηνε καθόλου υπόλοιπο μούστου στο πολέμι. Στο σπίτι, τα καδιά τα άδειαζαν στα “πατήρια” ή σε μεγάλες κάδες -κατασκευασμένες από ξύλο βελανιδιάς, καστανιάς ή πεύκου, από ειδικούς βαρελοποιούς.
                Μόλις τελείωνε το πάτημα, άρχιζε το στροφίλιασμα των υπολειμμάτων των πατημένων σταφυλιών. Τα κατάλοιπα των σταφυλιών κράταγαν πολύ μούστο και γι’ αυτό πέρναγαν απ’ αυτή τη δοκιμασία. Τα έβαζαν τμηματικά στη στροφιλιά. Ήταν μια ειδική μηχανή για αυτή τη δουλειά, που λειτουργούσε ως εξής: τη γεμίζανε με τα πατημένα, πολτοποιημένα σταφύλια και μ’ έναν απλό μηχανισμό την κλείνανε με ένα βαρύ μαντεμένιο καπάκι. Στη συνέχεια με έναν σιδερένιο μοχλό, σφίγγανε τη στροφιλιά και χυνόταν από τα πλάγια ο μούστος. Όταν έβλεπαν ότι σταμάταγε τελείως να βγαίνει μούστος, τότε τα κατάλοιπα, τα τσίπουρα τα έβαζαν στην άκρη. Προηγουμένως είχαν καθαρίσει καλά τα καδιά, τις κάδες, τα κρασοβάρελα και τα είχαν γεμίσει με νερό για να “φουσκώσει” το ξύλο και να κλείσουν τυχόν χαραμάδες. Οι μερακλήδες μάλιστα απολύμαιναν με θειάφι τα βαρέλια τους, τα έπλεναν και τα έτριβαν με κλαδιά μυρσινιάς για να αποκτήσουν το άρωμά της. Τα βαρέλια επίσης που κατά την προηγούμενη χρονιά το κρασί τους είχε ξινίσει, τα έβαζαν στο εσωτερικό τους φωτιά με “σπίρτο” και στη συνέχεια έτριβαν το κάρβουνο, για να μην ξινίσει και το καινούργιο τους κρασί. Στη μεταφορά του μούστου τον πρώτο λόγο τον είχαν οι αγωγιάτες. Αυτοί είχαν στη δούλεψή τους γέρα ζώα, άλογα ή μουλάρια, γιατί τα φορτώνανε πολύ. Ο μούστος έπρεπε να μεταφερθεί, όταν ήταν έτοιμος, γιατί αν έμενε πολύ άρχιζε να βράζει. Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, οι αγωγιάτες περιφέρονταν, περιμένοντας να κληθούν για κάποια μεταφορά τέτοια ή παρόμοια.
                Από την πρώτη κιόλας μέρα οι νοικοκυραίοι “κρασοτραβούσαν” ένα μέρος του μούστου -το εύστοχα επονομαζόμενο “πατατράβα”- για να φτιάξουν το κοκκινέλι και τη ρετσίνα. Τον μούστο αυτόν τον έβαζαν σε καδιά και τον άφηναν μέχρι να κατασταλάξει. Στη συνέχεια τον έβαζαν μέσα σε βαρέλια και σ’ αυτά που προόριζαν για ρετσίνα έβαζαν και την ανάλογη ποσότητα ρετσίνης πεύκου. Τα πώματα των βαρελιών αυτών τα άφηναν για αρκετές μέρες μισάνοιχτα -το κρασί βράζει για σαράντα μέρες περίπου- στη συνέχεια τα έκλειναν αεροστεγώς και το μεν κοκκινέλι μπορούσαν να το καταναλώνουν αμέσως τη δε ρετσίνα την άνοιγαν μόνον κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Τα υπόλοιπα σταφύλια που έμεναν στις κάδες ή στα πατήρια, οι νοικοκυραίοι συνέχιζαν να τα πατούν πρωί και βράδυ για οκτώ περίπου ημέρες. Την τελευταία μέρα άφηναν τον μούστο να κατασταλάξει και στη συνέχεια κρασοτραβούσαν. Άνοιγαν τον μπύρο, έβαζαν στην τρύπα σμιριά για να στραγγίζει το κρασί που το συγκέντρωναν μέσα σε μπακιρένια καζάνια. Από εκεί το έβαζαν σε ειδικά κρασοβάρελα και, όπως προηγουμένως, άφηναν την τρύπα μισάνοιχτη, μέχρι να σταματήσει η βράση του κρασιού, ενώ για λίγες μέρες έβγαζαν από λίγο κρασί, για να μην ξινίσει ολόκληρο το βαρέλι. Το κρασί αυτό ήταν το μπρούσκο ή μαύρο και με τέτοιο ήταν γεμάτα τα βαρέλια στα κατώια όλων των σπιτιών, εκείνα τα χρόνια. Οι έμπειροι νοικοκυραίοι, επειδή γνώριζαν την ευαισθησία του κρασιού, φρόντιζαν ώστε οι αποθήκες τους να μην έχουν καθόλου σχεδόν φως -δεν έκαναν παράθυρα ή τα κατασκεύαζαν πολύ μικρά, να είναι καθαρές και γενικά πρόσεχαν κάθε λεπτομέρεια, αφού γνώριζαν για παράδειγμα ότι με την ύπαρξη και μόνο, στον ίδιο χώρο, ενός δοχείου με ξίδι, υπήρχε ο κίνδυνος να ξινίσουν όλα τα κρασιά της αποθήκης.
                Μετά τα αλλεπάλληλα κρασοτραβήγματα, τα υπολείμματα των σταφυλιών -τα “τσίπ’ρα” όπως τα έλεγαν- τα σκέπαζαν μέσα στις κάδες με σμιριές για να μην ξεθυμαίνει το σπίρτο για ένα μήνα περίπου. Μετά τα μετέφεραν με τα καδιά στα καζάνια, όπου τα “τσιπ’ρόβραζαν”.
                Η μέτρηση του μούστου γινόταν με τη μπότσα, που χώραγε 3 οκάδες. Η μπότσα ήταν μαντεμένια για να είναι βαριά και να βουλιάζει εύκολα μέσα στο μούστο και να γεμίζει. Μετράγανε μια-μια τις μπότσες, όταν τις άδειαζαν στα ασκιά.
                Το πάτημα των σταφυλιών ήταν σκέτο πανηγύρι και για τον παιδόκοσμο. Μπαίνανε μέσα στο ληνό και διαγωνίζονταν μεταξύ τους.

                ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Λαϊκές Παραδόσεις - ΑΒΔΟΥΛΟΣ ΣΤ. - Εκδ. Φιλίστωρ

Πηγή