Η μαμή, όπου κι αν ήταν ή ό,τι κι αν έκανε, ήταν υποχρεωμένη από καθήκον, να τρέξει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη κι ανήμπορη γειτόνισσα, να ξεγεννήσει. Την ξάπλωνε στο δωμάτιο του σπιτιού κι αν το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο, στην άκρη του σπιτιού ετοίμαζε με 2 λιόπανα το χώρισμα.
Οι άνθρωποι από τότε που ανακάλυψαν το σιτάρι και τα άλλα δημητριακά, βρέθηκαν στην ανάγκη να το αλευροποιήσουν για να κάνουν το ψωμί και τα γλυκά τους.
Τσοπάνης ή τσιοπάνης ή τσόπανος ή τσοπάνος ή βοσκός λέγεται εκείνος που φυλάει (=βόσκει) πρόβατα ή γίδια. Δουλειά δύσκολη, επίπονη και πολλές φορές και επικίνδυνη. Υποκοριστικό του τσοπάνη είναι το τσοπανάκος, σπάνια όμως λέγεται. Πληθυντικός αριθμός τσοπάνηδες ή τσιοπάνηδες αλλά και τσοπαναραίοι.
Τον περασμένο αιώνα, που η Ελλάδα ήταν πιο φτωχή και η βιομηχανία υποδημάτων ήταν ανύπαρκτη, οι άνθρωποι είχαν πιο μεγάλη ανάγκη για υπόδηση από σήμερα. Οι δρόμοι ήταν χαλικόστρωτοι ή χωματένιοι και οι δουλειές ήταν αγροτοκτηνοτροφικές.
Ο αγωγιάτης είχε τον εαυτό του, το ζώο του κι αν θες και τον σκύλο του. Μετέφερε την σοδειά του γείτονα, όπως λάδι, σταφίδα, τα ξινά (όπως έλεγαν τα λεμονοπορτόκαλα…) κ.ά.. Έτσι αν κάποιος είχε μια καλή παραγωγή, φώναζε τους κατοίκους του χωριού ή και διπλανών χωριών, να πάνε με διπλή αμοιβή, να μεταφέρουν τα προϊόντα τους.
Η λέξη δραγάτης σημαίνει αγροφύλακας, τον φύλακα των αγρών. Η αγροφυλακή υπήρξε θεσμός ο οποίος σκοπό είχε τη διαφύλαξη των αγροτικών κτημάτων, σε ορισμένη αγροτική έκταση.
Η ανάγκη του ντελάλη έγινε αισθητή από τη στιγμή που κάποιο νέο έπρεπε να διαδοθεί σε πολλούς ανθρώπους. Έτσι βρέθηκαν άνθρωποι με βροντερή φωνή, που μπορούσαν να ακουστούν πολύ μακριά.
Ήταν ο άνθρωπος που διάβαζε τα γράμματα στους αγράμματους ανθρώπους του χωριού κυρίως, ή και της πόλης. Έτσι έπαιρνε το χαρτζιλίκι του.
Από τότε μέχρι και τελευταία που μπήκαν τα υδραγωγεία, οι άνθρωποι πήγαιναν στα ποτάμια και στις λίμνες για να πλύνουν τα ρούχα τους.
Στην αρχαία Ελλάδα την ονόμαζαν τροφό.
Η τροφός λοιπόν, η παραμάνα, ήταν μια γυναίκα, η οποία αντικαθιστούσε τη μάνα, στην περίπτωση που αυτή δεν ήταν σε θέση ή για κάποιο άλλο λόγο δεν ήθελε να δώσει το μητρικό γάλα στο παιδί της. Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε στο παρελθόν πάρα πολλές, γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά γάλατα, που δίνουμε στα μωρά.
Σήμερα δεν βλέπουμε τον λούστρο να κάθεται σε μια γωνιά, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε πλέον. Υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα με τα μπουκαλάκια που έχουν ένα σφουγγαράκι στην άκρη με μπογιές όλων των αποχρώσεων.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν απαραίτητος στα σπίτια που είχαν για ακόνισμα μαχαίρια, πριόνια, κόσες, κόφτρες, τσεκούρια, ψαλίδια κι άλλα κοπτικά εργαλεία. Η δουλειά του ήταν να τα γυαλίζει και να τα ακονίζει μέχρι που να κόβουν, κατά το κοινώς λεγόμενο, την μύγα στον αέρα.
Καλατζή-Καλαϊτζή-Κασσιτερωτή-Γανωματή. Όπως και να τον πούμε είναι ο ίδιος άνθρωπος. Είναι ο συντηρητής μαγειρικών σκευών.
Ο τερζής, λέξη τούρκικη, ήταν ο ράφτης των χονδρών μάλλινων υφασμάτων.
Πήγαινε σ’ ένα χωριό που τον καλούσαν κι έπαιρνε τα υφάσματα με το τραγόμαλλο, που έκαναν στον αργαλειό οι γυναίκες. Έπαιρνε τα μέτρα των ανθρώπων κι έκοβε κομμάτια.
Ο λατερνατζής είναι ένας επαγγελματίας με διπλή ιδιότητα. Είναι ο κατασκευαστής της λατέρνας σε πρώτο στάδιο και σε δεύτερο ο τραγουδοθέτης, να το πω έτσι. Ο τραγουδοθέτης (σταμπαδόρος) μπορεί να είναι ο εκτελεστής, δηλ. ο παίκτης.
Οι πρώτοι άνθρωποι κοιμόντουσαν στο χώμα. Αργότερα βρήκαν τα δέρματα ή τις προβιές όπως τις έλεγαν. Μετά βρήκαν τα υποτυπώδη στρώματα από καλαμιές και ξερά χόρτα και τέλος φτάσαμε στην εποχή μετά την επανάσταση του ’21, που κοιμόντουσαν στις αφάνες.
Σαμαρίτης, σαμαρτζής ή σαγματοποιός είναι άλλες ονομασίες αυτού του επαγγελματία.
Πιο παλιά, οι πολεμιστές και οι διάφοροι ιππείς χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Η σέλα, ας πούμε, ήταν μικρό σαμάρι, κατασκευασμένο σχεδόν όλο από δέρμα.
Το κτίσιμο ενός χωριάτικου φούρνου είναι μια εξειδικευμένη εργασία, που απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν είναι εύκολο να το κάνει ένας συνηθισμένος κτίστης. Θέλει λεπτομέρειες στην κατασκευή, γιατί δεν είναι εύκολο, από στατικής πλευράς, να σταθεί η καμάρα, που μοιάζει με το θόλο της εκκλησίας.
Ο γαλατάς ήταν ιδιοκτήτης ζώων (αγελάδων, κατσικιών ή προβάτων) και πουλούσε το προϊόν του, απευθείας, ο ίδιος. Γαλατάς μπορούσε να ήταν κι εκείνος που δεν είχε δικά του ζώα, αλλά πουλούσε το γάλα που αγόραζε από τον παραγωγό.
Για σύνεργα είχε το καρότσι, με το οποίο μετέφερε τον πάγο, την λαβίδα ή τσιμπίδα, με την οποία έπιανε τον πάγο και τον μεταφόρτωνε, από το φορτηγό στο καροτσάκι.
Ήταν ένας μεροκαματιάρης άνθρωπος που έβγαζε το ψωμί του, πουλώντας νερό στα σπίτια.
Μέχρι το 1960, τα υδραγωγεία δεν είχαν πάει νερό σε όλες τις γειτονιές.
Από τους αρχαίους χρόνους, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν μυρωδικά, μπαχαρικά, αρωματικά βότανα και χίλια δυο άλλα είδη. Μεταξύ αυτών και σαν αφέψημα, χρησιμοποίησε και το σαλέπι.
Η συμβολή των λαγκαδιaνών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Μοριά υπήρξε σημαντικότατη.