Σήμερα δεν βλέπουμε τον λούστρο να κάθεται σε μια γωνιά, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε πλέον. Υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα με τα μπουκαλάκια που έχουν ένα σφουγγαράκι στην άκρη με μπογιές όλων των αποχρώσεων.
Άλλωστε τα παπούτσια μας δεν σκονίζονται τόσο πολύ, γιατί οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι. Οι λούστροι λοιπόν είχαν χρυσές δουλειές.
Έπιαναν σίγουρα περάσματα και έστηναν την κασελάρα τους ή το κασελάκι τους και περίμεναν. Γυάλιζαν τις μπρούντζινες γωνιές και τα διακοσμητικά σιδερένια μέρη, ώστε να αστράφτουν στον ήλιο και να θαμπώνουν τους περαστικούς. Τα κασελάκι ήταν γεμάτο με μπουκάλια διαφόρων χρωμάτων.
Η δουλειά άρχιζε με την τοποθέτηση του ποδιού στην ειδική βάση, που ήταν στη μέση της κασέλας. Μετά ο λούστρος σήκωνε τα μπατζάκια του παντελονιού του πελάτη και τα ξεσκόνιζε με την βούρτσα των ρούχων. Έπαιρνε μια μικρή σπάτουλα και καθάριζε τις λάσπες που είχαν κολλήσει στα παπούτσια και στις σόλες. Και με μια άγρια βούρτσα ξεσκόνιζε την σόλα και το τακούνι.
Έπαιρνε το μπουκαλάκι και έριχνε λίγη μπογιά στο φυσικό σφουγγάρι. Περνούσε το ένα παπούτσι με την μπογιά και στη συνέχεια με την κόχη της βούρτσας χτυπούσε το κασελάκι για να συνέλθει ο ονειροπαρμένος πελάτης που χάζευε με τους περαστικούς. “ Το άλλο” του έλεγε και ο πελάτης σήκωνε σαν το άλογο το άλλο πόδι και το έβαζε στην υποδοχή. Τέλος ακολουθούσε η ίδια διαδικασία και στο άλλο παπούτσι. Με νέο χτύπημα τον ειδοποιούσε να φέρει ξανά το πρώτο πόδι, για να βάλει γλυκερίνη. Μετά έπαιρνε την τσόχα για τα μαύρα ή κόκκινα παπούτσια και τα γυάλιζε. Έτσι, όταν αυτά άστραφταν και έφταναν στη μεγαλύτερη γυαλάδα, ο λούστρος έβγαζε τις φίντες, που ξέχασα να αναφέρω, από τα πλαϊνά του ποδιού, που τις είχε βάλει, για να μην βαφτούν οι κάλτσες. Έτσι τα παπούτσια ήταν έτοιμα.
Σήμερα πλέον υπάρχουν ελάχιστοι (;) και τούτο γιατί το επάγγελμα εξαφανίσθηκε, όχι μόνο γιατί δεν είχε λεφτά, αλλά και κατάντησε υποτιμητικό.