Η λέξη στάνη αποτελεί και σχετίζεται με την χειμωνιάτικη και καλοκαιρινή ζωή των Σαρακατσαναίων, τα γυναικόπαιδα, τους τσοπάνηδες, τους σμίχτες, τους στανιώτες, όπως λέγονται όλοι μαζί, τα κοπάδια, τα καλύβια, τα διάφορα μαντριά για τα ζώα, τις στρούγκες για το άρμεγμα και το μπατζαριό (το μέρος που γίνεται το τυρί και το βούτυρο), τα βοσκοτόπια.
Τα κυπροκούδουνα δίνουν ζωή στο κοπάδι και βοηθούν τον τσοπάνη στο έργο του, στη βοσκή, στο σάλαγο, στο σκάρο, στη στρούγκα, στο στάλο. Τον διευκολύνουν να τα βρει, όταν έχουν ξεκόψει από το υπόλοιπο κοπάδι ή έχουν μείνει πίσω ή έχουν χαθεί.
Η 8η του Γενάρη, γιορτή της όσιας Δομνίκης, είναι αφιερωμένη αποκλειστικά και μόνο στις παντρεμένες γυναίκες.
Μερικές από τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες που υπήρχαν αναφέρονται παρακάτω:
Ο νερόμυλος είναι μια παλιά μηχανή. Χιλιάδες χρόνια εξυπηρέτησε τον άνθρωπο και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις (ελάχιστες βέβαια, έως μηδαμινές) τον εξυπηρετεί ακόμη.
θεωρείται έφορος της βροχής και ρυθμιστής των μετεωρολογικών φαινομένων. Άλλωστε, στις καλοκαιρινές περιπλανήσεις θα φτάσουμε σε κορυφές που έχουν το όνομά του και θα συναντήσουμε πολλές εκκλησίες και ξωκλήσια αφιερωμένα σε αυτόν τον άγιο. Πολλά είναι και τα πανηγύρια που γίνονται προς τιμήν του στις 20 Ιουλίου.
Τα παλιά χρόνια, ήταν συνεχής και αδιάκοπη η προσπάθεια της κάθε αγροτικής οικογένειας να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερα είδη διατροφής, για να μπορέσει να θρέψει την πολυάριθμη φαμίλια της.
Μητάτο λέγεται ένα ξερολιθικό κτίσμα (σπίτι κτηνοτρόφου Κρήτης), αλλά και ένα αλληλέγγυο σύστημα για την εκμετάλλευση της κτηνοτροφίας.
1.Το μαντρί (το πρατομάντρι) είναι μακρουλή καλύβα, ανοιχτή από τη μια πλευρά (σ’ όλο το μάκρος της) τη μεσημβρινή ή τη ανατολικομεσημβρινή. Έμοιαζε με υπόστεγο.
Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.
Λεγόταν και κονάκι.
Ξενόφερτοι, στα περισσότερα μέρη, οι χτιστάδες. Ονομαστοί στο είδος αυτό κυρίως οι Ηπειρώτες και οι Λαγκαδιανοί. Δουλεύανε συντροφικά και κουβαλούσαν μαζί τους κι όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη δουλειά τους.