Η λέξη στάνη αποτελεί και σχετίζεται με την χειμωνιάτικη και καλοκαιρινή ζωή των Σαρακατσαναίων, τα γυναικόπαιδα, τους τσοπάνηδες, τους σμίχτες, τους στανιώτες, όπως λέγονται όλοι μαζί, τα κοπάδια, τα καλύβια, τα διάφορα μαντριά για τα ζώα, τις στρούγκες για το άρμεγμα και το μπατζαριό (το μέρος που γίνεται το τυρί και το βούτυρο), τα βοσκοτόπια.
Γενικότερα αυτή η λέξη προσδιορίζει την περιοχή που ξεκαλοκαιριάζουν και ξεχειμωνιάζουν, έχοντας κοντά τους όσα τους χρειάζονται στην ζωή και στο επάγγελμά τους.
Επίσης στάνη λέγανε το τόπο που βρίσκονταν τα προβατοκόπαδα, τα γιδοκόπαδα και όλα τα ζώα, τα λιβάδια που έχουν στήσει τα γρέκια και περιμένουν οι τσοπάνηδες να κάνουν οι γυναίκες τα καλύβια και τα μαντριά για να μπει ο γέννος για να πάνε να καλοξεχειμάσουν, όλοι μαζί αργότερα στο χειμαδιό.
Έτσι στάνη λέγεται από το Δεκέμβρη και ύστερα το μέρος που είναι στημένα τα μαντριά, η στρούγκα για το άρμεγμα και το τυροκομείο, το μπατσαριό, δηλ το στανοτόπι, ή το στανομάντρι, όπου μαζώνεται η ζωή και η βαριά δουλειά της στάνης. Έτσι συνήθιζαν να λένε στανεύω, ή στανεύω στον λόγγο, η στανεύω στο γεννιλίβαδο, για να δείξουν το σημείο που είναι ο βιoς τους, και η περιουσία τους γενικότερα.
Στανοκόπι λένε επίσης την άνοιξη στην στράτα, στα ταξίδια τους, όταν ανεβαίνουν στους κάμπους και στα βουνά, οποιοδήποτε μέρος στέκονταν μέρα νύχτα οι τσοπάνηδες με τα κοπάδια, για να ξεκουραστούν ή να κοιμηθούν, να μουδιάσουν τα γαλάρια ή αν στηθεί η στρούγκα και το πρόχειρο μπατζαριό, για να αρμέξουν και να φτιάξουν τα τυριά και τα βούτυρα.
Κάθε άνοιξη και φθινόπωρο η στάνη αλλάζει μορφή.
Την Άνοιξη οι Σαρακατσαναίοι όταν ετοιμάζονται για τα ταξίδια τους η στάνη είναι σε εγρήγορση, για να ανέβουν στο βουνό, με τα κοπάδια τους, τους τσοπάνηδες, τα γαλάρια, τους προβαταραίους ,τα γυναικόπαιδα, τα υποζύγια, τα φορτικά, όλο τους το βιός η όλα τα σέ(γ)ια και όλα όσα χρειάζονται για την στρούγκα και το μπατσαριό. Γι’ αυτό την άνοιξη λένε, έφυγε η στάνη ή περνάει η στάνη. Μονάχα τα στερφοκόπαδα και τα αλογομούλαρα τραβάνε από άλλους δρόμους.
Η αναχώρηση της στάνης γινόταν εντελώς ξαφνικά και την ώρα της αναχώρησης την ήξερε μόνο ο τσέλιγκας. Αυτό γινότανε για να μη ματιάσουν οι ξένοι την στάνη την ώρα της αναχώρησης.
Τον φθινόπωρο η σημασία της στάνης αλλάζει. Επαγγελματικοί και άλλοι λόγοι ανάγκαζαν τα γυναικόπαιδα να φεύγουν νωρίτερα και να κατεβαίνουν στα χειμαδιά. Οι τσοπάνηδες και τα κοπάδια γύριζαν από άλλες στράτες.
Μπροστά φεύγουν τα κοπάδια με τα αρνιά, τα ζυγουράκια, γιατί δεν αντέχουν τα κρύα του χειμώνα. Έπειτα από αρκετές ημέρες κατεβαίνουν και τα κονάκια στα χειμαδιά, πίσω έμεναν μόνο οι γυναίκες για να μαζέψουν τα σέ(γ)ια, τα φόρτωναν του Αγίου Δημητρίου και τράβαγαν από τους πιο κακοτράχαλους και δύσκολους δρόμους για να γυρίσουν πιο γρήγορα στα χειμαδιά.
ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΗ
Στο στανομάντρι είναι σκορπισμένα αριστερά και δεξιά όλα τα σέγια που χρειάζεται ο τσοπάνος για τις ατομικές του ανάγκες και για τις διάφορες δουλειές της στάνης.
Εκείνα τα χρόνια αν έριχνες μία ματιά σε μία στάνη θα έβλεπες τα παρακάτω σέγια.
Ντουφέκι, πιστόλι, χαντζάρι, μαχαίρι, λάζο με θηκάρι, σουγιά, κουρέλα (μικρό μαχαίρι), ραβδί, γίλα , γκλίτσα, βέργες , βίτσες, διάφορα σκόπια (ραβδιά), κλαδευτήρια για να κόβει ξύλα, κουροψάλιδα, πυρόβολο ή πρυόβολο ή τσακμάκι για να ανάβει φωτιά, ακόνια για τα χαντζάρια και τα μαχαίρια, ίκλες, τρίχες, γκέμια, καμιτσίκια, κιουστέκια, μαχμούζια ή ζιγκιά, μαγκούρες, πέταλα, σάγματα ή πανωσάμαρα, βουτσέλια, τσετούλα για να μετράει τις καρδάρες με το γάλα, σουφλιά για να ψήνει τα αρνιά, πυρουστιές, διάφορα τσόλια, στρουγκότσουλα (τσόλια της στρούγκας), στραγγιά για να στραγκάει το τυρί ή το γιαούρτι, στραγγοτσαντίλες ή τσαντίλες, κάπες, σακκιά, χαράρια, τρουβάδες, δισάκια , τραγομάλινα τσόλια για να κοιμάται, ξυλοχούλιαρο, χουλιάρι, χουλιάρες, βουτσέλι ή βουτσέλα, βαρέλι ή βαρέλα για να κουβαλούν οι γυναίκες το νερό στην στάνη κλπ.
Κάποια από τα σέγια της στάνης είναι δερμάτινα, αυτά είναι τα εξής.
Το σκαφίδι από σφαχτό ή από προβιά, που μέσα πλένει τα σκεύη του ο τσοπάνος.
Τ’ ασκιά ή δερμάτια ή τομάρια, ή τομαράκια, ή τουλούμια, φτιαγμένα από αρνοτόμαρα ή κατσικοτόμαρα. Μέσα σ’ αυτό βάζουν το τυρί που θα κρατήσουν για το κονάκι η θα το πουλήσουν στο παζάρι. Αυτά συνήθως είναι το γκιζοτόμαρο η πρεντζοτόμαρο .
Τα τομάρια είναι αργασμένα από τους ίδιους και αφημένα στο φυσικό τους χρώμα ,τα τέσσερα πόδια τους κρέμονται δεμένα, ενώ ο λαιμός μένει ελεύθερος για να βάζουν ή να βγάζουν το τυρί. Τα καλά τομάρια γίνονται από δέρμα προβάτων, τα γίδινα μαδάνε και γεμίζει το τυρί τρίχες.
Τα πιο καινούργια τομάρια τα έχουν στα κονάκια, για να φυλάνε τις προμήθειες από γενήματα και διάφορα τρόφιμα, ταμπάκο, κρασί, αλεύρι κλπ. Μερικά από αυτά έχουν και ειδικές ονομασίες. Το γαλατσάκι είναι το τομαράκι για το γάλα ή το ξυνόγαλο του τσοπάνου. Το τυρολόϊ είναι ένα μικρό τομαράκι για να φυλάει ο τσοπάνος το καλό το τυρί του. Η τραγατσίκα ή ταργατσίκα γινόταν από κατσικοτόμαρο, την χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για τρουβά, εκεί έβαζαν το ψωμί, το τυρί, τον καπνό, το μαχαίρι κλπ. Υπήρχε και ένα άλλο μικρό ασκί που την χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για να κουβαλάνε νερό, στο ένα πόδι του τομαριού ήταν στερεωμένο ένα μικρό ξύλινο σωληναράκι, η βίγλα απ’ όπου έπιναν νερό.
Τα πρυοβόλα δεν έλειπαν από κανέναν τσοπάνο, στα λόγγια και στις ερημιές ήταν η μόνη του παρηγοριά, μ’ αυτά ανάβει φωτιές όπου βρεθεί στην στράτα, στην ερημιά, για να ζεσταθεί, για να στεγνώσει, για να βράσει τα γάλατα, και να προστατευθεί από τ’ αγρίμια. Ο τσοπάνος με την φωτιά διώχνει τα ζλάπια μακριά, ειδικά με την αρκούδα που φοβάται πολύ την φωτιά (χτυπώντας αδιάκοπα τα πρυόβολα του που πετάνε σπίθες).
Τα πρυόβολα είναι αποτελούνται από ένα κομμάτι ατσάλι, μια στουρναρόπετρα, κι ένα κομμάτι ίσκα.
Τα αγγεία του μπατζαριού και της στρούγκας
Εκτός από τα παραπάνω στην στρούγκα συναντάμε και διάφορα άλλα χρήσιμα σύνεργα.
1. Οι ξύλινες καρδάρες ή καρδάρια ή τα ξύλινα μαστέλα για το άρμεγμα.
Με το καρδάρι που ξέρουν πόσες οκάδες παίρνει το καθένα μετράνε και το γάλα που δίνουν στο μπάτζο. Γιαυτό και την καρδάρα την λένε και μετριγιάρα. Οι μικρές μετριγιάρες χωράνε δέκα οκάδες γάλα και οι μεγάλες δεκαπέντε, υπάρχουν και καρδάρες που παίρνουν λιγότερο γάλα. Υπάρχουν όμως και οι μπικόνες, οι τενεκεδένιες καρδάρες που χωράνε μεγαλύτερη ποσότητα.
Συνήθως στην ξύλινη καρδάρα έπηζαν το τυρί.
2. Τα χάλκινα καζάνια ή λεβέτια, σ’ αυτά χύνουν το γάλα από τις καρδάρες και το κουβαλούν στο μπατζαριό. Σ’ αυτά βράζουν ή ζεσταίνουν το γάλα για να κάνουν τα γιαούρτια, τα τυριά τη φέτα, μανούρι, μυζήθρα κλπ.
3. Μπακράτσες ή μπακράτσια, τα μικρότερα καζάνια με την χειρολαβή (το αρβάλι ή τη χερουλάδα) για να τα κρεμάνε.
4. Οι κούτλες ή τα κουτούλια ή ο κούτουλας, στην Ήπειρο τον έλεγαν και κουτλοχούλιαρο, είναι από τα πιο απαραίτητα σκεύη που το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για να μετράνε το γάλα αλλά και για να μαγειρεύουν, να πίνει νερό ο τσοπάνος κλπ. Είναι το τσουκάλι, το τηγάνι, και το κανάτι του τσοπάνη είναι δηλ. ένα σκεύος που δεν λείπει από κανένα κονάκι, στην άκρη έχουν μία χειρολαβή για να την κρεμάνε, έπαιρναν μία με δύο οκάδες γάλα.
5. Οι κεπτσέδες ή τσεπτσέδες, τα σουρωτήρια όπου σούρωναν το γάλα ή μάζευαν την μυζήθρα.
6. Τα στραγγότσουλα ή στρογότσουλα, τα τσόλια που σκέπαζαν το γάλα μέχρι να πήξει.
7. Οι τσαντίλες ή τα τσαντίλια ή στραγγοτσάντηλες για να στραγγάει το νερό, ο ουρός (αρχ. ορρός) από το γάλα και να γίνεται μυζήθρα ή χλωροτύρι.
8. Πυτιολόος και γιαουρτολόος, τα μικρά πήλινα ή γυάλινα δοχεία, που έβαζαν τις πυτιές που χρησιμοποιούσαν για μαγιά, όταν έπηζαν το γάλα.
9. Τα μεγάλα τουλούμια από τομάρια, που φύλαγαν το τυρί.
10. Οι βεδούρες ή βεδούρια, όπου έπηζαν το γιαούρτι. Γίνονταν από ξύλο κέδρου και έπαιρναν μία έως μιάμιση οκά γιαούρτι.
11. Οι διάφοροι κάδοι ή κάδες ή καδιά. Κατασκευάζονταν από έλατο ή δέντρος ή δρυς.
12. Στη κάδη ή κάδα έβαζαν το τυρί για να το αλατίσουν και να το φυλάνε, λέγεται και τυρόκαδα ή τάλαρος ή ταλάρι ή ταλάρα. Χωρούσε εκατόν πενήντα οκάδες τυρί.
Η βουτυρόκαδα είναι η κάδη που φυλάγανε το βούτυρο.
13. Στην γινόκαδη άφηναν το γάλα για να ξινίσει που θα γινόταν βούτυρο.
14. Η βούρτσα ή κοπανόκαδη ή κοπανόκαδος ή τραμπουλίτσα (Ήπειρος) ήταν ο κάδος που με το τρίφτη ή κόφτη ή βουρτσόξυλο ή το φουρλίτσιο (Ήπειρος) χτυπάγανε το γάλα και γινόταν βούτυρο. Το βουρτσόξυλο είναι ένα ραβδί από έλατο ή πεύκο με τρία δίχαλα προς το κάτω μέρος
15. Η κρεμαντζάλα .Για να είναι συγυρισμένα τα σέγια και να μην είναι όλα καταγής, το μπατζαριό έχει διάφορα κρεμαστάρια για να κρεμάνε πάνω τους διάφορα αντικείμενα αυτά τα κρεμαστάρια ονομάζονταν κρεματζάλες ή κρεμαντάλες, που στη ουσία ήταν ένας κορμός δέντρου που είχε πολλά κλωνάρια κομμένα. Την κρεματσάλα την έμπιχναν στο χώμα και στα κλαδιά του κρέμαγαν τα σέγια τους.
16. Όμοιος με την κρεματζάλα ήταν ο στάλιακας με την διαφορά ότι εκεί κρεμάγανε μόνο την τσαντίλα με το τυρί.
Τα περισσότερα από τα σύνεργα τα συναντάμε και μέσα στα καλύβια τους στο καλύβι για το κατοικιό και στις παρακαλύβες.
Το τσελιγκάτο
Κάθε στάνη ή κάθε τσελιγκάτο έχει έναν αρχηγό, έναν καπετάνιο, τον τσέλιγκα,
αυτός έχει πατριαρχικά δικαιώματα πάνω σε όλη την στάνη, συγγενείς, συνεταίρους, σμιχτές και τσοπάνηδες, φέρει όμως και την ευθύνη όλου του τσελιγκάτου και γι’ αυτό φέρει και το όνομα του.
Ο τσέλιγκας εκπρόσωπει παντού το τσελιγκάτο, αυτός ρυθμίζει την κοινωνική, οικονομική, και συντροφική ζωή όλης της στάνης.
Αυτός φροντίζει και προστατεύει όλους όσους απαρτίζουν την στάνη, συνεταίρους, τσοπάνηδες και όλες τις οικογένειες τους. Είναι παράλληλα ο άρχοντας και ο καπετάνιος της στάνης είναι ο άνθρωπος που τον σέβονται, φοβούνται και υπακούουν όλοι μέσα στο τσελιγκάτο μικροί και μεγάλοι.
Ο τσέλιγκας πρέπει να έχει προσόντα καπετάνιου, κοινωνική παράσταση και ηθικές αρετές, να είναι έξυπνος, δραστήριος, συνετός, γενναίος, και να γνωρίζει καλά κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την στάνη, για να μπορεί να δίνει λύση αμέσως και χωρίς πολλές κουβέντες.
Ο τίτλος του Τσέλιγκα παραμένει πάντα μέσα στη οικογένεια, και πάει από τον πατέρα στον γιο, υπήρχαν τσελιγκάδες που οι γενιές (ζουνάρια) τους μετριόνταν πάνω από τριακόσια χρόνια, το γενεαλογικό τους δέντρο έχει μεγαλώσει τόσο πολύ που η συγγένεια έχει χαθεί εντελώς. Οι απόγονοι τους έπειτα από τόσα χρόνια μπορεί να είναι τσέλιγκες, μπορεί να είναι τσοπάνηδες ή ακόμα και σμίχτες.
Υπάρχουν περιπτώσεις που μεγάλοι τσελιγκάδες από διάφορες κακουχίες καταντήσανε απλοί τσοπάνηδες ή σμίχτες σε άλλα τσελιγκάτα ή μπορεί ακόμη να είχαν άσχημη συμπεριφορά προς τα υπόλοιπα μέλη της στάνης και να φύγουν οι τσοπάνηδες και οι σμίχτες να πάνε σε άλλες στάνες και να διαλυθεί το τσελιγκάτο τους, αυτοί λέγονταν χαλασοστάνηδες.
Ο τσέλιγκας παρέδιδε τον τίτλο στο πρώτο του αγόρι το πρώτο τσελιγκόπουλο. Όταν όμως ο πρώτος γιος δεν είναι ικανός να διοικήσει το τσελιγκάτο, το παίρνει ο πιο ικανός και πιο δραστήριος από τα αγόρια του τσέλιγκα, όταν πάλι κάποιος από αυτούς δεν είναι ικανός να το κουμαντάρει τότε παίρνει την αρχηγία ο πιο δραστήριος και πιο έξυπνος τσοπάνος έστω και ας μην είναι πλουσιότερος. Για τους παραπάνω λόγους λέγανε ότι ο τάδε τσέλιγκας έχει το τσελιγκάτο με το σπαθί του.
Τα παιδιά του τσέλιγκα (τ’ αγόρια) και ειδικά ο πρωτότοκος, ο μελλοντικός τσέλιγκας, δεν πάει ποτέ στα πρότα, δηλ. δεν βόσκει πρόβατα, δεν κάνει την δουλειά της γλίτσας. Τα βόσκει μόνο όταν είναι μικρός, μέχρι δεκαπέντε χρονών, μαθαίνει όμως καλά όλες τις δουλειές της στάνης και σε αυτές παίρνει μέρος αφού μεγαλώσει. Και όταν ακόμη γίνει τσέλιγκας παίρνει μέρος στο άρμεγμα, στο γένο, στον κούρο κλπ.
Οι τίτλοι του τσέλιγκα.
Ανάλογα με τον πλούτο σε κοπάδια και σε πληθυσμό της στάνης ο τίτλος του τσέλιγκα διακρίνεται σε:
Μικροτσέλιγκα, αυτός που η στάνη του αποτελείται από δύο έως πέντε κονάκια λίγα κοπάδια λίγους συνεταίρους, σμίχτες, και από έναν έως δύο τσοπάνηδες που τους πληρώνει με μισθό, τα φυλαχτικά ή την ρόγα, τους ρογιασμένους ή τους μπιστικούς.
Μικροτσέλιγκα όμως λέγανε και αυτόν που είχε γίδια όσα πολλά και αν ήταν. Αυτόν δεν τον λογάριαζαν για την σειρά τους των πραγματικών τσελιγκάδων οι Σαρακατσαναίοι, και τον είχαν ξεπεσμένο. Οι βέροι Σαρακατσαναίοι περιφρονούσαν τα γίδια, τα είχαν για ντροπή και εξευτελισμό.
Τσέλιγκας είναι αυτός που έχει στην στάνη του πάνω από επτά κονάκια, τουλάχιστον δώδεκα, αρκετά μεγάλο αριθμό από πρόβατα και λίγα γίδια για τις ανάγκες των οικογενειών, και μία καλή λακνιά από άλογα, φοράδες, μουλάρια, καθώς επίσης και πολλούς σμίχτες.
Αρχιτσέλιγκας, λεγόταν αυτός που είχε στο τσελιγκάτο του το λιγότερο εικοσιπέντε κονάκια καθώς και μεγάλα προτοκόπαδα, ένα πλούσιο βαλμαριό με πάνω από εκατό χοντρά ζα (ζώα), πολλούς σμίχτες και πολλούς ρογιασμένους. Ο αρχιτσέλιγκας λέγεται και πρωτοτσέλιγκας και στάνατζης ή μαγαλοτσέλιγκας ή καπετάνιος.
Οι υποχρεώσεις ήταν ίδιες απέναντι στο τσελιγκάτο είτε από τον μικροτσέλιγκα, είτε από τον τσέλιγκα είτε από τον αρχιτσέλιγκα, αδιάφορο αν είναι μικρή ή μεγάλη η στάνη σε πληθυσμό ή σε βιος. Στρατολογεί, συμφωνεί, και πληρώνει τους συντρόφους του, την παρέα του, τους σμίχτες, και τους ρογιασμένους. Βρίσκει λιβάδια για βοσκές, τα μισθώνει και διαχειρίζεται όλα τα ζητήματα της ομάδας απέναντι στον μισθωτή. Κανονίζει τα βοσκοτόπια, ορίζει τους τσοπαναραίους και την δουλειά που θα κάνουν.