Κοπέλες, γριές και νιόπαντρες και χήρες παν στη ρούγα
και κει περικαθίζουνε και κάνουν το νυχτέρι.
Τα κλήματα λυγίζουνε στο χώμα,
λογής-λογής σταφύλια φορτωμένα,
λαλούν στα δέντρα γύρω τα τζιτζίκια
και τα πουλιά πετούν ξετρελαμένα.
Ε! παιδιά δικά μας, τσοπανόπουλα,
ελάτε να κουρέψουμε τα γίδια τουτανά,
του Γιώργη το κοπάδι, που χιλιάσανε.
Στο δώμα, απάνω στο βουνόν,
έτοιμος είν’ ο δείπνος.
Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ΄ρθει από το μύλο,
πρωτόσταλτο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.
Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα και γέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα.
Κι εσένα πρέπει, αφέντη μου, το άξιο το ζευγάρι,
Το άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο.
Θα ‘ρθουν οι μέρες της σποράς, του ζευγολάτη ελπίδα:
Βαριά τ’ αλέτρι οπίσω του τ’ αφράτο αυλάκι αφήνει
και τ’ αργοπάτητα, ο ζευγάς, τα βόδια του κεντά,
κι εκείνα που παιδεύονται με τόση καλοσύνη,
με τα μεγάλα μάτια τους κοιτάζουνε σκυφτά.
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά,
που από χρυσά πυργώνομαι δεμάτια
ένα μονάχα μήνα τη χρονιά,
και με ζηλεύουν κάστρα και παλάτια.
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά.
Και να, του θεριστή του μήνα η ώρα,
των έργων και των κόπων η μητέρα.
Μια χρυσοθάλασσα είναι καρποφόρα
ο κάμπος, που γιορτάζει πέρα ως πέρα.
Όταν ανθίζ’ η αγράμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σχοίνο, στο χαμόδεντρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
Να ήτανε αλήθεια να ήτανε, καθώς λαχτάρα τόχω,
απόψε πούναι φεγγερή, παραμυθένια η νύχτα
να πάω να κάτσω στις πλαγιές, θυμάρι ν’ ανασάνω,
ν’ ακουρμαστώ τον Καλαμά μακριά θε να βουίζει.
Τη ζωή των αλωνιών θα χαίρεσαι!
Καταγής απόσκια καθισμένη.
Μ’ ένα αραχνωτό γαλαζομάντιλο
για την αντηλιά μανταλωμένη.
Κι ήρθαν οι ώρες που μιλούν πώς πήγε η μέρα,
αν τα χωράφια απόδωσαν κι αν τα σταφύλια
σαν την αυγή κοκκίνισαν κι αν οι καρποί μας
μεστώσαν και βαρύναν πάνω στα κλωνάρια.
Στο δέντρο απάνω γίνομαι,
σείνομαι κι ανεμίζομαι,
φυσάει και καμπανίζομαι,
στην κλάρα τραμπαλίζομαι.
Πέρνα, σαΐτα μου γοργή, με το ψιλό μετάξι,
να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει.
Τάκου-τάκου ο αργαλειός μου,
τάκου κι έρχεται ο καλός μου.