Να ήτανε αλήθεια να ήτανε, καθώς λαχτάρα τόχω,
απόψε πούναι φεγγερή, παραμυθένια η νύχτα
να πάω να κάτσω στις πλαγιές, θυμάρι ν’ ανασάνω,
ν’ ακουρμαστώ τον Καλαμά μακριά θε να βουίζει.
Τα κλήματα λυγίζουνε στο χώμα,
λογής-λογής σταφύλια φορτωμένα,
λαλούν στα δέντρα γύρω τα τζιτζίκια
και τα πουλιά πετούν ξετρελαμένα.
Κι ήρθαν οι ώρες που μιλούν πώς πήγε η μέρα,
αν τα χωράφια απόδωσαν κι αν τα σταφύλια
σαν την αυγή κοκκίνισαν κι αν οι καρποί μας
μεστώσαν και βαρύναν πάνω στα κλωνάρια.
Κοπέλες, γριές και νιόπαντρες και χήρες παν στη ρούγα
και κει περικαθίζουνε και κάνουν το νυχτέρι.
Κι εσένα πρέπει, αφέντη μου, το άξιο το ζευγάρι,
Το άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο.
Θα ‘ρθουν οι μέρες της σποράς, του ζευγολάτη ελπίδα:
Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα και γέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα.
Και να, του θεριστή του μήνα η ώρα,
των έργων και των κόπων η μητέρα.
Μια χρυσοθάλασσα είναι καρποφόρα
ο κάμπος, που γιορτάζει πέρα ως πέρα.
Τη ζωή των αλωνιών θα χαίρεσαι!
Καταγής απόσκια καθισμένη.
Μ’ ένα αραχνωτό γαλαζομάντιλο
για την αντηλιά μανταλωμένη.
Όταν ανθίζ’ η αγράμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σχοίνο, στο χαμόδεντρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
Στο δέντρο απάνω γίνομαι,
σείνομαι κι ανεμίζομαι,
φυσάει και καμπανίζομαι,
στην κλάρα τραμπαλίζομαι.
Ε! παιδιά δικά μας, τσοπανόπουλα,
ελάτε να κουρέψουμε τα γίδια τουτανά,
του Γιώργη το κοπάδι, που χιλιάσανε.
Στο δώμα, απάνω στο βουνόν,
έτοιμος είν’ ο δείπνος.