Η ελιά (Δημοτικό)

Στο δέντρο απάνω γίνομαι,
σείνομαι κι ανεμίζομαι,
φυσάει και καμπανίζομαι,
στην κλάρα τραμπαλίζομαι.

Δείπνος (ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ)

Στο δώμα, απάνω στο βουνόν,
έτοιμος είν’ ο δείπνος.

Απο την Ιλιάδα (ΟΜΗΡΟΣ)

Κι έβαζε μέγα αμπέλι απάνω του σταφύλια
φορτωμένο,

Ο τρύγος (ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ)

Όταν ανθίζ’ η αγράμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σχοίνο, στο χαμόδεντρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,

Το θέρος (ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ)

Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει:

Στ΄ Αλώνια (ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ)

Τη ζωή των αλωνιών θα χαίρεσαι!
Καταγής απόσκια καθισμένη.
Μ’ ένα αραχνωτό γαλαζομάντιλο
για την αντηλιά μανταλωμένη.

Παλιουρή (ΖΙΤΣΑΙΑ ΧΡΥΣΑΝΘΗ)

Να ήτανε αλήθεια να ήτανε, καθώς λαχτάρα τόχω,
απόψε πούναι φεγγερή, παραμυθένια η νύχτα
να πάω να κάτσω στις πλαγιές, θυμάρι ν’ ανασάνω,
ν’ ακουρμαστώ τον Καλαμά μακριά θε να βουίζει.

Το κούρεμα των προβάτων

Ε! παιδιά δικά μας, τσοπανόπουλα,
ελάτε να κουρέψουμε τα γίδια τουτανά,
του Γιώργη το κοπάδι, που χιλιάσανε.

Η θημωνιά (ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ)

Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά,
που από χρυσά πυργώνομαι δεμάτια
ένα μονάχα μήνα τη χρονιά,
και με ζηλεύουν κάστρα και παλάτια.
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά.

Tου γεωργού (Δημοτικό)

Κι εσένα πρέπει, αφέντη μου, το άξιο το ζευγάρι,
Το άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο.

Ψωμί (ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ)

Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ΄ρθει από το μύλο,
πρωτόσταλτο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.

Η Σπορά (ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ)

Θα ‘ρθουν οι μέρες της σποράς, του ζευγολάτη ελπίδα:

Τρυγητός (Κατίνα Παΐζη)

Τα κλήματα λυγίζουνε στο χώμα,
λογής-λογής σταφύλια φορτωμένα,
λαλούν στα δέντρα γύρω τα τζιτζίκια
και τα πουλιά πετούν ξετρελαμένα.

Νυχτέρι (ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΣΑΓΙΑΝΝΗΣ)

Κοπέλες, γριές και νιόπαντρες και χήρες παν στη ρούγα
και κει περικαθίζουνε και κάνουν το νυχτέρι.

Απο τα επιλύχνια (ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ)

Κι ήρθαν οι ώρες που μιλούν πώς πήγε η μέρα,
αν τα χωράφια απόδωσαν κι αν τα σταφύλια
σαν την αυγή κοκκίνισαν κι αν οι καρποί μας
μεστώσαν και βαρύναν πάνω στα κλωνάρια.

Ο γεροβοσκός (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα και γέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα.

Απόσπασμα απο τον "Καλό Σπορέα" (Αιμιλία Δάφνη)

Και να, του θεριστή του μήνα η ώρα,
των έργων και των κόπων η μητέρα.
Μια χρυσοθάλασσα είναι καρποφόρα
ο κάμπος, που γιορτάζει πέρα ως πέρα.

Το τραγούδι του αργαλειού (ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ)

Πέρνα, σαΐτα μου γοργή, με το ψιλό μετάξι,
να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει.
Τάκου-τάκου ο αργαλειός μου,
τάκου κι έρχεται ο καλός μου.

Βαριά τ’ αλέτρι (ΑΛΕΚΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ)

Βαριά τ’ αλέτρι οπίσω του τ’ αφράτο αυλάκι αφήνει
και τ’ αργοπάτητα, ο ζευγάς, τα βόδια του κεντά,
κι εκείνα που παιδεύονται με τόση καλοσύνη,
με τα μεγάλα μάτια τους κοιτάζουνε σκυφτά.

Πηγή