Κι έβαζε μέγα αμπέλι απάνω του σταφύλια
φορτωμένο,
χρυσό, πανέμορφο, κι εκρέμουνταν τσαμπιά
από κάτω μαύρα
κι ως πέρα εστύλωναν τα κλήματα διχάλες
ασημένιες,
κι άνοιξε σμάλτινο ζερβόδεξα χαντάκι και
τριγύρα
από καλάι το φράχτη εσήκωσε κι ένα ως τ’
αμπέλι μόνο
τραβούσε μονοπάτι, που ‘παιρναν οι αργάτες
που τρυγούσαν.
Και κουβαλούσαν το μελόγλυκο καρπό στους
ώμους πάνω
κοπέλες κι άγουροι χαρούμενοι μες σε πλεχτά
κοφίνια.
Κι ανάμεσά τους την ψιλόφωνη κιθάρα κάποιο
αγόρι
γλυκά βαρώντας όμορφα έψελνε του Λίνου το
τραγούδι
με γάργαρη φωνή. Κι επίλοιποι στη γη τα
πόδια εκρούγαν
ξωπίσω του, πηδούσαν, φώναζαν και τραγουδούσαν
όλοι.
OΜΗΡΟΣ
(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ-ΚΑΚΡΙΔΗ)