Κοπέλες, γριές και νιόπαντρες και χήρες παν στη ρούγα
και κει περικαθίζουνε και κάνουν το νυχτέρι.
Γύρω από λαμπερές φωτιές κάθουνται αράδα-αράδα
κι οι γριές γνέθουν τις ρόκες τους και λένε παραμύθια,
και γύρω τα μικρά παιδιά με προσοχή αγρικούνε.
Οι χήρες κάτασπρα μαλλιά με τα λανάρια ξαίνουν
και κλαιν τις μαύρες πίκρες τους και τα παράπονά τους.
Οι νιόπαντρες για τ’ ακριβά τα ταίρια τους καυχιόνται
και λένε για τις χάρες τους και τα προγονικά τους,
για τα εύτυχα νοικοκυριά και τα ξεσπιτισμένα.
Κι οι νιες κοπέλες, όμορφες παρθένες βυζωμένες,
πλέχουνε ξόμπλια και κεντούν πανώρια τα προικιά τους.
Κι άλλη κεντάει ωριόπλουμο γαλάζιο μαξιλάρι,
κι άλλη σεντόνι ηλιόκρουστο στις άκρες το πλουμίζει,
κι άλλη μαντίλι πλουμερό, νυφιάτικο ξομπλιάζει,
κι άλλη περίκεντη ποδιά, μεταξωτή γαζώνει.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΣΑΓΙΑΝΝΗΣ