Να ήτανε αλήθεια να ήτανε, καθώς λαχτάρα τόχω,
απόψε πούναι φεγγερή, παραμυθένια η νύχτα
να πάω να κάτσω στις πλαγιές, θυμάρι ν’ ανασάνω,
ν’ ακουρμαστώ τον Καλαμά μακριά θε να βουίζει.
Θα ηχούν τ’ ασημοκούδουνα πέρα απ’ τα τσελιγκάτα
κι οι πιστικοί γλυκούς σκοπούς θα λεν με τις φλογέρες.
_ Σύρε με σκέψη μ’ σύρε με καθώς ποθεί η καρδιά μου.
Κι όταν θα σκάσει ο αυγερινός και στα βουνά χαράξει,
ν’ αλλάξω και να στολιστώ με τα χρυσά γελέκια,
τα πλουμιστά νυφιάτικα και τα μαλαματένια,
να πάρω γρήγορο άλογο με χαϊμαλιά και χάντρες
περήφανα στης Παλιουρής να πάω στο πανηγύρι.
…Θα ‘ναι τρεις δίπλες ο χορός απ’ τα Γραμμενοχώρια.
Θα παίζουν τάργανα συρτούς κι οι νιες οι ομορφομάτες
μια, μια θα σέρνουν το χορό, κρατώντας το μαντίλι,
το Ρόβα, το Ζαγοριανό, τη Γκάιντα, το Μενούση…_
θα ‘ναι και οι Βυσσανιώτισσες, ψηλές γαϊτανοφρύδες,
σαν κρίνα με τις κάτασπρες μπόλιες στο κεφάλι,
κι οι Πρωτοπαπαδίτισσες, κι απ’ τα χωριά τα γύρω
πόχουνε κεντητές ποδιές κι ασημωτά κεμέρια
και που χορεύουν βάζοντας το χέρι τους στη μέση.
Θα ‘ναι κι απ’ τα Κούρεντα τα ρούσα παλικάρια,
Γιαννιώτικα αρχοντόπουλα, λεβέντες απ’ τη Ζίτσα,
να πίνουν μπρούσικο κρασί, τσάμικο να χορεύουν.
…Και να ήτανε γιε μου να ήτανε κι άλλοι καιροί και χρόνοι,
να ‘χαν γυρίσει απ’ τη Βλαχιά πολλοί ξενιτεμένοι
και να κολλούν τα κίτρινα γραμμή στους βιολιστάδες.
…Και να ήταν γιε μου να ήτανε κι άλλοι καιροί και χρόνοι,
να ήτανε στο χορό ένας νιος και στην καρδιά μου Απρίλης,
να ήταν κι η μάνα να χαρεί και να μας καμαρώσει.
ΖΙΤΣΑΙΑ ΧΡΥΣΑΝΘΗ